Για την mainstream ραπ και τους ράπερς.
Οι μουσικοί της ραπ σκηνής τα βάζουν με τους καταπιεστές τους μέσα από τα κομμάτια τους. Η ταξική καταπίεση, η παρανομία, η πατριαρχία είναι θεματικές βγαλμένες από τη ζωή και τους αγώνες των αμερικανικών μειονοτήτων από όπου ξεκίνησε η hip hop κουλτούρα, των φεμ και queer μουσικών στο σήμερα, των diy εγχειρημάτων. Εκεί που δεν υπάρχουν οι όροι να μιλήσεις με τη δική σου φωνή, τους δημιουργείς· στο δρόμο με τους δικούς σου. Ήδη από την αρχή της, η ραπ ήταν σημαντικό να λειτουργεί ενδυναμωτικά απέναντι στους εκμεταλλευτές και συνεπώς να δίνει την εικόνα του σκληρού / της απειλής.
Αυτό βέβαια, επειδή δημιουργείται σε μια πατριαρχική πραγματικότητα, πολλές φορές εκφράζεται μέσα από την αναπαραγωγή σεξιστικού λόγου, με στοιχεία επιβολής απέναντι σε θηλυκότητες και σε ό,τι αποκλίνει του αρρενωπού προτύπου, και των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών που αποτελούν κουλτούρα. Έτσι, ενώ η ραπ φέρεται ως ανατρεπτική /αντιεξουσιαστική, και γι’ αυτό θα είναι πάντα αναγκαία για όσες εκφράζει, στην πραγματικότητα πολλές φορές αποκλείει ένα μεγάλο κομμάτι του καταπιεσμένου κόσμου από αυτή την μορφή αντίστασης.
Η (περαιτέρω) αφομοίωση της underground μουσικής από τη βιομηχανία της διασκέδασης, αποστέρησε τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της και την προσάρμοσε στην αναπαραγωγή του σεξιστικού λόγου σύμφωνα με επιταγές του σύγχρονου lifestyle. Αυτό για να αυξηθεί το κέρδος από την εκμετάλλευσή της, μέσα από τη διεύρυνση της βάσης απεύθυνσής της, όπως συμβαίνει σε πολλές τάσεις εντός του καπιταλισμού. Καταλήγει εμπόρευμα που εξυμνεί τους σεξιστές με υψηλό κοινωνικό στάτους (μάτσο ράπερς), μεταβαίνοντας από τα crews/συλλογικό, στην ανάδειξη του ατόμου (γκανγκστερισμός, νεοπλουτισμός).
Η ραπ της μεγάλης σκηνής και των δισκογραφικών, μιλάει πλέον από μία ιδιαίτερη θέση, έχει απόσταση τόσο από τα πράγματα και τον δρόμο, όσο και από τους groupies. Ταυτόχρονα όμως διατηρεί ένα είδος αλητείας και αντιεξουσίας σε μία θλιβερή προσπάθεια να μη χάσει το αρχικό της στυλ – συνήθως μέσα από acabίτικο στίχο.
Οι περσόνες-προϊόντα και οι θαυμαστές-καταναλωτές τους, έχοντας δημιουργηθεί στην ίδια κοινωνία, επιτελούν ο καθένας από τη μεριά του, αλλά και στη σχέση ανάμεσά τους, τις κοινωνικές τάσεις που αναφέραμε. Όταν κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία αποδόμησης και απόρριψης των παραπάνω, είτε της εμπορευματοποίησης της μουσικής, είτε της κάθε σεξιστικής μόδας, είναι επειδή για όλους επιφέρουν κάποιο είδους κέρδος (κοινωνικό, οικονομικό κλπ). Όμως το να μείνουμε εκεί θα ήταν ελλιπές, διότι όλες αυτές οι τάσεις τροφοδοτούνται από (και τροφοδοτούν) συλλογικές καταπιέσεις που συλλογικά οφείλουμε να καταρρίψουμε. ——Ή αλλιώς: την ευθύνη για την επιροή ενός βλάκα σεξιστή έχει και ο μηχανισμός που υποστηρίζει τη δουλειά του: τα μαγαζάκια και τα crew που συνεργάζονται με αυτόν και το κοινό που πληρώνει για τις συναυλίες του.
Για τους wang, gnai και rack.
Μέσα από τη νομιμοποίηση της αντρικής υπεροχής έρχεται και η σεξουαλική τους επιβολή. Οι συνήθεις πρακτικές του έλληνα ράπερ (η υποβίβαση ή φετιχοποίηση της γυναικείας ευχαρίστησης, οι κοκορομαχίες, η μεγαλομανία, η ωμή επίθεση σε ό,τι θίγει το αντρικό πρότυπο με όπλα, λεφτά και γυναίκες-αξεσουάρ, ο χουλιγκανισμός, η ομοφοβία…) όχι μόνο αναπαράγουν και νομιμοποιούν την κουλτούρα του βιασμού, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν γι’ αυτόν ένα καθεστώς εξαίρεσης. Τα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής είναι ανέγγιχτα και άπιαστα. Κουβαλάνε τόση εξουσία με την περσόνα τους και με τη στήριξη των φανς, η οποία δημιουργεί έναν κλειστό κύκλο που αφήνει απ’ έξω κάθε κριτική και καταγγελία. Οι Wang και Gnai είναι βιαστές. Και ενώ υπάρχει για αυτό ανοιχτή, δημόσια καταγγελία, και πάλι βρέθηκε στέητζ να τους στεγάσει, και πάλι υπάρχουν άτομα που θα πάνε να τους ακούσουν live.
Tο όχι – ακολουθώντας τη λογική της γενικότερης αυτής κουλτούρας – είναι προαποφασισμένο ότι δεν σημαίνει όχι. Στην πατριαρχική καπιταλιστική πραγματικότητα, ένα βίωμα παραβίασης από τέτοιο τύπο δεν ακούγεται και δεν είναι αρκετό για να διαβρώσει ολόκληρο αυτό το κατασκεύασμα. Το άτομο που θα καταγγείλει θα στιγματιστεί και θα ενοχοποιηθεί σε μία προσπάθεια να εξοστρακιστεί η ενοχή του θύτη. Θα μπουν οι πλάτες και ο ράπερ θα σωθεί. Άλλο ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι και ο γνωστός ως rack.Ένα άθλιο σκουπίδι που παραδόθηκε και κατέθεσε στους μπάτσους αφού είχε γίνει στο όνομά του καταγγελία για βιασμό. Ο συγκεκριμένος κιόλας, έχει στήσει ολόκληρο αφήγημα για την αθωότητα του, αντιστρέφοντας τους ρόλους και με βάσει το οποίο, τον στηρίζουν και άλλα ονόματα. Τώρα μένει να δούμε όλο το κοινωνικό και δικαστικό μίσος προς τα επιζήσαντα να ξετυλίγεται μπροστά μας… Ή και όχι.
Στεκόμαστε ανάχωμα στην κουλτούρα του βιασμού με πέτρες και φεμινιστική αλληλεγγύη. Χορεύουμε στον τάφο του κάθε βιαστή, όχι στο λάιβ του. Ενάντια στη διαιώνιση της ατιμωρησίας των αντρών με μεγάλο κοινωνικό κεφάλαιο, τους εκδικούμαστε ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Ενδυναμώνουμε τις φωνές των επιζήσαντων και ενθαρρύνουμε κάθε λογής καταγγελία ενάντια στα πατριαρχικά σκουπίδια.
Την Παρασκευή 31 Μαρτίου ’23 στο Gagarin 205, ήταν η δεύτερη (sold-out) συναυλία του wang, ενός βιαστή για τον οποίο έχει δημοσιευτεί καταγγελία πριν περίπου ένα χρόνο. Στην ουρά έξω από το μαγαζί, πετάξαμε τρικάκια με φεμ συνθήματα. Την προηγούμενη νύχτα, Πέμπτη 30 Μαρτίου το βράδυ, βάψαμε την πρόσοψη του στη Λιοσίων, καθώς και ένα σωρό συνθήματα στο δρόμο που οδηγεί σε αυτό. Φυσικά το μαγαζάκι συγκαλύπτοντας τη μαλακία τους και από φόβο στοχοποίησης, έσβησε αμέσως μερικά από τα συνθήματα που γράφτηκαν στην πρόσοψή του. Την επόμενη θα είμαστε πάλι εκεί.
Ενάντια στην πατριαρχική σκατίλα της κουλτούρας του βιασμού, της κυριαρχίας της ανδρικής ‘απόλαυσης’.
Όσα μαγαζάκια συνεργάζονται με βιαστές είναι οι πρώτοι στόχοι.
Άπειρη δύναμη σε όσα δημοσιοποιούν τα βιώματα τους ενάντια στους κακοποιητές τους.
Να χτίσουμε κοινότητες αλληλοφροντίδας και ελεύθερης έκφρασης.
Ούτε ένα ευρώ, ούτε ένα βλέμμα θαυμασμού για κάθε σκουπίδι βιαστή.
αναρχική φεμινιστική συλλογικότητα aqua tofana